υπέρογκος

υπέρογκος
-η, -ο / ὑπέρογκος, -ον, ΜΝΑ
1. υπέρμετρα ογκώδης, τεράστιος
2. συνεκδ. υπέρμετρος, υπερβολικός (α. «ὑπέρογκες δαπάνες» β. «τὰς μεγάλας οὐσίας καὶ ὑπερόγκους», Πλάτ.)
νεοελλ.
φρ. «υπέρογκη βλάβη»
ρωμ. δίκ. βλάβη που συνίσταται στην πώληση ενός αγαθού σε τιμή χαμηλότερη από το μισό τής αγοραίας αξίας την οποία αυτό είχε στο διάστημα τής αγοραπωλησίας
μσν.-αρχ.
(το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) ὑπέρογκον και ὑπέρογκα
με πομπώδη και κομπαστικό τρόπο
αρχ.
1. (για λεκτικό ύφος) πάρα πολύ πομπώδης, στομφώδης
2. δύσκολος.
επίρρ...
υπερόγκως / ὑπερόγκως, ΝΜΑ, και υπέρογκα Ν
νεοελλ.
σε πολύ μεγάλο βαθμό, υπέρμετρα
αρχ.
1. με εξαιρετικά μεγαλοπρεπή ή και πομπώδη τρόπο
2. με υψηλόφρονα ή περήφανο τρόπο («ὑπερόγκως καὶ μεγαλοπρεπῶς λογιζόμενος», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + ὄγκος (πρβλ. ἔξ-ογκος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὑπέρογκος — of excessive bulk masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπέρογκος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που έχει υπερβολικό όγκο, ογκωδέστατος, τεράστιος, πελώριος. 2. υπέρμετρος, υπερβολικός: Υπέρογκες αξιώσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπερογκότερον — ὑπέρογκος of excessive bulk adverbial comp ὑπέρογκος of excessive bulk masc acc comp sg ὑπέρογκος of excessive bulk neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερόγκως — ὑπέρογκος of excessive bulk adverbial ὑπέρογκος of excessive bulk masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέρογκον — ὑπέρογκος of excessive bulk masc/fem acc sg ὑπέρογκος of excessive bulk neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερόγκοις — ὑπέρογκος of excessive bulk masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερόγκου — ὑπέρογκος of excessive bulk masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερόγκους — ὑπέρογκος of excessive bulk masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερόγκων — ὑπέρογκος of excessive bulk masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερόγκῳ — ὑπέρογκος of excessive bulk masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”